- συγκεντρικός
- η , ο[ν] концентрический;
συγκεντρικοί κύκλοι — концентрические круги
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συγκεντρικοί κύκλοι — концентрические круги
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συγκεντρικός — ή, ό, Ν (για κύκλο, καμπύλη ή αντικείμενο κυκλικού σχήματος) αυτός που έχει το ίδιο κέντρο με άλλον, ομόκεντρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κέντρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Γ. Κ. Βούρη] … Dictionary of Greek
κρίκος — ο (AM κρίκος) κυκλικός δακτύλιος, συνήθως μεταλλικός νεοελλ. 1. το μηχάνημα γρύλλος 2. βοτ. συγκεντρικός κυλινδρικός δακτύλιος από ξυλώδη ιστό τού δευτερογενούς ξυλώματος, τον οποίο σχηματίζουν κάθε χρόνο τα μακρόβια φυτά κατά την αύξηση τού… … Dictionary of Greek